ῥιζοτόμος
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A one who cuts or gathers roots, esp. for purposes of medicine or witchcraft, herbalist, Hp.Ep.16, Thphr. HP 9.1.7, 9.8.1, Dsc. Prooemia, Luc.DDeor.13.1, Phot., etc.; Ῥιζοτόμοι, αἱ, title of play by Sophocles, Macr.Sat.5.19.9, etc.
2 as adjective, ῥιζοτόμος ὥρα = the time for cutting roots, Nic.Th.494.
II ἡ ῥιζοτόμος, name of a kind of iris, Plin.HN21.41.
German (Pape)
[Seite 842] Wurzeln schneidend (und einsammelnd), bes. zum Behufe der Arzneibereitung u. der Zauberei, Sp., wie Luc. D. lt. 13, 1; ὥρη, die Zeit, wo die Einsammlung der Arzneikräuter geschehen muß, Nic. Ther. 494.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe des racines, particul. qui cueille des plantes médicinales.
Étymologie: ῥίζα, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ῥιζοτόμος: ὁ и ἡ собиратель кореньев (целебных или волшебных) Soph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοτόμος: ὁ, (τέμνω) τέμνων ἢ συλλέγων ῥίζας, μάλιστα πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν ἢ μαγείαν, Διοσκ. ἐν τῷ Προοιμίῳ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 13. 1, Φώτ., κλ.· ὁ Σοφ. ἔγραψε δρᾶμα καλούμενον Ῥιζοτόμοι, οἱονεὶ Φαρμακεῖς, Veneficiae, δὲ Δινδ. εἰς Ἀποσπ. 479· ῥιζοτόμος ὥρα, ἡ πρὸς ῥιζοτομίαν ὥρα τοῦ ἔτους, Νικ. Θηρ. 494. ΙΙ. ἡ ῥιζοτόμος, ὄνομα εἴδους τινὸς ἴριδος, Πλιν. Η. Ν. 21. 19.
Greek Monolingual
ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο
εργαλείο για την αποκοπή ριζών
Greek Monotonic
ῥιζοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει ή συλλέγει ρίζες, λέγεται για ιατρική, φαρμακευτική ή μαγική χρήση, σε Λουκ.