ῥινάριον

English (LSJ)

τό,
A small file, Aët.8.82.
2 a sort of eyesalve, Id.7.115, Paul.Aeg.3.22, 7.16.

German (Pape)

[Seite 843] τό, dim. von ῥίς, Näschen (?). – Bei den Medic. auch ein Pflästerchen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνάριον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς τοῦ δέρματος, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥίνη
1. μικρή ρίνα, μικρή λίμα
2. είδος κολλυρίου.