λίμα
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
η
1. εργαλείο από σκληρό χάλυβα το οποίο φέρει χαρακιές ή δόντια και με την τριβή φθείρει ή λειαίνει σκληρά σώματα, ρίνη
2. ακατάσχετη φλυαρία («μάς πέθανε στη λίμα»)
3. πολύ φλύαρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lima. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. είναι υποχωρητ. παρ. από το ρ. λιμάρω (πρβλ. λιμάζω: λίμα)].
(II)
η (Μ λίμα)
μεγάλη πείνα, βουλιμία, λίμασμα
νεοελλ.
μτφ. απληστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λιμάζω, κατά τα δοξάζω: δόξα, πεινώ: πείνα].