ῥισκοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, treasurer, ῥ. ἐν Περγάμῳ Sardis 7(1).4 (ii B.C.), cf. Aristeas 33.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
θησαυροφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυροφύλαξ)].