ῥοδουντία
English (LSJ)
ἡ, dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδουντία: ἡ, ἔδεσμα παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.
Greek Monolingual
ἡ, Α
έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. ῥοδοῦς, -οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)].