ῥοδόβοτρυς

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόβοτρυς: χιτών, ἴσως ὁ διηνθισμένος ῥόδοις καὶ βότρυσιν, ἢ ὁ ἔχων χρώματα ῥόδων καὶ βοτρύων, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. τάξ. σ. 505, ἔκδ. Β.