ῥωγματίας

English (LSJ)

-ου, Ion. ῥωγματίης, ὁ,= ῥηγματίας, Hp. ap. Gal. 19.136.

German (Pape)

[Seite 854] ὁ, = ῥηγματίας.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγμᾰτίας: -ου, ὁ, = ῥηγματίας, Γαλην.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α
βλ. ῥηγματίας.