ῥόδαμνος

English (LSJ)

v. ὀρόδαμνος.

German (Pape)

[Seite 846] ὁ, = ῥάδαμνος, ὀρόδαμνος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόδαμνος: ὁ, = ῥάδαμνος, ὀρόδαμνος, «ῥόδαμνοι· κλῶνες, βλαστοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, Α
βλ. ῥάδαμνος.