v. ῥόμβος.
[Seite 851] ὁ, att. statt ῥόμβος, κίνησις, Schol. Ap. Rh. 4, 144.
att. p. ῥόμβος.
ῥύμβος: ὁ атт. v.l. = ῥόμβος.
ῥύμβος: -ου, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ ῥόμβος, ὃ ἴδε.
ο / ῥύμβος, ΝΑβλ. ρόμβος.
See also: s. ῥέμβομαι