ῥᾴτερος

English (LSJ)

α, ον, Doric Comp. of ῥᾴδιος.

German (Pape)

[Seite 835] irreg. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s., u. Lob. Phryn. 402 vergleiche.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾴτερος: дор. compar. к ῥᾴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ῥᾴδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ.) ευκολότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ + κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού].