Sibyl
English > Greek (Woodhouse)
Σίβυλλα, ἡ.
Wikipedia EL
Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα (ή και Σιβύλλα) χαρακτηριζόταν η οποιαδήποτε γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα (χωρίς να ερωτηθεί), όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα (συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά). Αυτό συνέβαινε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γιατί δεχόταν την επίσκεψη ενός θεϊκού πνεύματος. Οι Σίβυλλες δεν είχαν σχέση εργασίας με κάποιο μαντείο.
Wikipedia EN
The sibyls were prophetesses or oracles in Ancient Greece. The earliest sibyls, according to legend, prophesied at holy sites. Their prophecies were influenced by divine inspiration from a deity, originally at Delphi and Pessinos. In Late Antiquity, various writers attested to the existence of sibyls in Greece, Italy, the Levant, and Asia Minor.
The English word sibyl (/ˈsɪbəl/ or /ˈsɪbɪl/) comes—via the Old French sibile and the Latin sibylla—from the ancient Greek Σίβυλλα (Sibylla). Varro derived the name from theobule ("divine counsel"), but modern philologists mostly propose an Old Italic or alternatively a Semitic etymology.
Translations
be_x_old: Сыбілы; be: Сівілы; bg: Сибила; br: Sibilla; ca: Sibil·la; cs: Sibyla; da: Sibylle; de: Sibylle; el: Σίβυλλα; en: Sibyl; eo: Sibilo; es: Sibila; et: Sibüll; eu: Sibila; fi: Sibylla; fr: Sibylle; gl: Sibila; he: סיבילה; hr: Sibila; hu: Szibüllák; hy: Սիբիլլաներ; id: Sibyl; io: Sibilo; it: Sibilla; ja: シビュラ; ko: 시불라; la: Sibylla; lt: Sibilės; mk: Сибила; nl: Sibille; no: Sibylle; pl: Sybilla; pt: Sibila; ro: Sibila; ru: Сивиллы; sh: Sibila; sk: Sibyla; sl: Sibila; sr: Сибила; sv: Sibylla; tl: Sibyl; tr: Sibylla; uk: Сивіли; zh: 西比拉