Σίβυλλα
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, Sibyl, Heraclit.92, Ar.Pax 1095,1116, Pl.Phdr. 244b. Early writers only recognize one Sibyl (Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Arist.Pr.954a36, is no exception), first localized at Erythrae or Cumae, Id.Mir.838a6; later, others are mentioned, cf. Str.14.1.34, Paus.10.12.1 sqq., Sch.Pl.l.c., Buresch Klaros p.120. [Σίβιλλα IG22.1534.85 (iv B.C.).]
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, die Sibylle, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
Σίβυλλα: ἡ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1095, 1116, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β. ― Κατὰ τὸν Ἱερών. (πρὸς Ἰοβ. 41) ἀντὶ Θεοβούλη (Δωρικ. Σιο-βόλλα), ἡ ἀγγέλλουσα τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, προφῆτις. Οἱ παλαιότεροι ἀναγνωρίζουσι μόνον μίαν Σίβυλλαν (ἐπειδὴ τὸ Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 19, προδήλως δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐξαίρεσις). Ὡς τόπος αὐτῆς ὡρίζοντο αἱ Ἐρυθραὶ ἢ ἡ Κύμη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βραδύτερον γίνεται λόγος περὶ πολλῶν Σιβυλλῶν, οὕτως ἡ Δελφική, ἡ Σαμία, κτλ., πρβλ. Σαλμάσ. εἰς Σολιν. σ. 75 κἑξ., Ἀλεξάνδρου Χρησμ. Σιβυλλ. Ἐκδρ. 1, σ. 98 κἑξ. ― Ἐν. Ἀττ. Ἐπιγρ. ἀπὸ τοῦ 320 π. Χ. φέρεται καὶ Σίβιλλα. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 61.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα η οποία σε κατάσταση έκστασης προέλεγε, κατά τρόπο αυθόρμητο και χωρίς να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)
νεοελλ.
μτφ. άτομο μυστηριώδες, αινιγματικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Σίβυλλα: ἡ, Σίβυλλα, προφήτης που ανήγγελλε ή διερμήνευε τη βούληση των θεών· έδρα της θεωρούντο οι Ερυθραί ή η Κύμη, σε Αριστοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
ης
Grammatical information: f.
Meaning: Sibylla, name of a prophetess from Asia Minor (Heraclit., Ar., Pl. a.o.; cf. Nilsson Gr. Rel. I2 561 a. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 n. 1).
Other forms: (-ιλλα Att. inscr. IVa; Schwyzer 256).
Derivatives: σιβύλλ-ειος sibylline, τὰ -εια the sibyll. books (D. H., Plu. a. o.), -ιακός id. (D. S.), -ιστής m. sibylline seer (Plu. a. o.), -ιάω to long for the S., to be addicted to oracles (Ar. Eq. 61), -αίνω to announce like the S. (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Etymology unknown; unfounded hypotheses of Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (to Accad. sîbu old); of Carnoy Ant. class. 24, 23. Cf. also Güntert Götter und Geister 32 n. (non-Greek). -- The word is clearly Pre-Greek.
Middle Liddell
Σίβυλλα, ἡ,
a Sibyl, prophetess, Ar., Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
Σίβυλλα: -ης
{Síbulla}
Forms: (-ιλλα att. Inschr. IVa; Schwyzer 256)
Grammar: f.
Meaning: Sibylla, N. einer Seherin kleinasiat. Ursprungs (Heraklit., Ar., Pl. u.a.; vgl. Nilsson Gr. Rel. I2 561 u. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 A. 1).
Derivative: Davon σιβύλλειος sibyllinisch, τὰ -εια ‘die sibyll. Bücher’ (D. H., Plu. u. a.), -ιακός ib. (D. S.), -ιστής m. sibyllinischer Seher (Plu. u. a.), -ιάω ‘nach der S. verlangen, orakelsüchtig sein’ (Ar. Eq. 61), -αίνω ‘wie die S. verkünden’ (D. S.).
Etymology: Etymologie unbekannt; unbegründete Hypothesen von Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (zu akkad. sîbu alt); von Carnoy Ant. class. 24, 23. Vgl. noch Güntert Götter und Geister 32 A. (nichtgriechisch).
Page 2,700
Wikipedia EL
Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα (ή και Σιβύλλα) χαρακτηριζόταν η οποιαδήποτε γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα (χωρίς να ερωτηθεί), όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα (συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά). Αυτό συνέβαινε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γιατί δεχόταν την επίσκεψη ενός θεϊκού πνεύματος. Οι Σίβυλλες δεν είχαν σχέση εργασίας με κάποιο μαντείο.
Wikipedia EN
The sibyls were prophetesses or oracles in Ancient Greece. The earliest sibyls, according to legend, prophesied at holy sites. Their prophecies were influenced by divine inspiration from a deity, originally at Delphi and Pessinos. In Late Antiquity, various writers attested to the existence of sibyls in Greece, Italy, the Levant, and Asia Minor.
The English word sibyl (/ˈsɪbəl/ or /ˈsɪbɪl/) comes—via the Old French sibile and the Latin sibylla—from the ancient Greek Σίβυλλα (Sibylla). Varro derived the name from theobule ("divine counsel"), but modern philologists mostly propose an Old Italic or alternatively a Semitic etymology.
Translations
be_x_old: Сыбілы; be: Сівілы; bg: Сибила; br: Sibilla; ca: Sibil·la; cs: Sibyla; da: Sibylle; de: Sibylle; el: Σίβυλλα; en: Sibyl; eo: Sibilo; es: Sibila; et: Sibüll; eu: Sibila; fi: Sibylla; fr: Sibylle; gl: Sibila; he: סיבילה; hr: Sibila; hu: Szibüllák; hy: Սիբիլլաներ; id: Sibyl; io: Sibilo; it: Sibilla; ja: シビュラ; ko: 시불라; la: Sibylla; lt: Sibilės; mk: Сибила; nl: Sibille; no: Sibylle; pl: Sybilla; pt: Sibila; ro: Sibila; ru: Сивиллы; sh: Sibila; sk: Sibyla; sl: Sibila; sr: Сибила; sv: Sibylla; tl: Sibyl; tr: Sibylla; uk: Сивіли; zh: 西比拉