ἄμικτος: Difference between revisions

3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄμεικτος]] Emp.B 35.8, A.<i>A</i>.321<br /><b class="num">I</b> [[no mezclado]], [[no adulterado]], [[puro]] de abstr. [[ἀνδρεία]] τε ἐν πολλαῖς γενέσεσιν ἄ. Pl.<i>Plt</i>.310d, μετὰ τὰς μειχθείσας ἡδονὰς ... ἐπὶ τὰς ἀ. Pl.<i>Phlb</i>.50e, ἐν τῷ ἀ. βίῳ Pl.<i>Phlb</i>.61b, cf. tb. neutr. plu. subst. τὰ ... ἀμεικτότατα ἔχοντα lo absolutamente sin mezcla</i> Pl.<i>Phlb</i>.59c, (πάντα) ἄμικτα δεῖν προϋπάρχειν (todo) debe haber preexistido en forma no mezclada</i> Arist.<i>Metaph</i>.989<sup>b</sup>1<br /><b class="num">•</b>de pueblos y razas πολλὰ δ' (ἔθνεα θνητῶν) ἄμεικτ' ἔστηκε Emp.B 35.8, ὅπως τὸ γένος τῶν ἱερέων ἀ. καὶ καθαρὸν διαμενεῖ I.<i>Ap</i>.1.30<br /><b class="num">•</b>de animales [[de pura sangre]] διῃρούμεθα τὴν ἀγελαιοτροφικὴν ... ἀμείκτοις τε καὶ ἀκεράτοις hemos dividido el arte de cuidar rebaños ... en el de animales que no admiten cruce y sin cuernos</i> Pl.<i>Plt</i>.276a<br /><b class="num">•</b>τὸ περὶ τὰν εὐνὰν ἦμεν ... [[ἄμικτον]] la abstinencia de relaciones sexuales</i> Phint.p.36<br /><b class="num">•</b>de versos [[no mezclados]], [[de un solo tipo]], [[homogéneos]] τὰ δὲ ἄμικτα, ὡς αἱ Ὁμήρου ῥαψῳδίαι Heph.<i>Poëm</i>.2<br /><b class="num">•</b>de pers. [[socialmente apartado]] ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι D.25.63<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[el aislamiento]] de ciertas tribus del Norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede mezclar]], [[incompatible]] ἄμικτα γὰρ τά τε καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς νόμιμα τοῖς ἄλλοις ἔχετε Th.1.77, del ser y el no ser ἀ. πρὸς ἀλλήλω Pl.<i>Sph</i>.254d<br /><b class="num">•</b>[[incompatible]], [[imposible de armonizar]] οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει πρέπειν de gritos de dolor y alegría mezclados, A.<i>A</i>.321<br /><b class="num">•</b>como predicado [[imposible]] [[ἄμικτον]] ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Babr.98.19.<br /><b class="num">2</b> de monstruos y de ciertas pers. [[insociable]], [[intratable]] ἄ. ἱπποβάμων στρατός de los centauros, S.<i>Tr</i>.1095, φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα E.<i>Cyc</i>.429, φίλοις τ' ἄμικτός ἐστι καὶ πάσῃ πόλει E.<i>Fr</i>.425, πατήρ E.<i>Fr</i>.500, [[δράκαινα]] Anaxil.22.3, τὰ ἄμικτα ἔθνη καὶ θηριώδη Ph.2.567, [[ἔθνος]] ... [[ἄμικτον]] ἀσύμφυλον I.<i>AI</i> 11.212, οἱ δὲ γείτονες ... ἄμικτοι ... καὶ ἄγριοι Luc.<i>VH</i> 1.35.<br /><b class="num">3</b> de lugares [[inhóspito]], [[salvaje]] [[αἶα]] E.<i>IT</i> 402, τόπος Isoc.9.67.<br /><b class="num">4</b> fig. [[turbulento]] ἐν τοῖς περιστᾶσι ... ἀμείκτοις καιροῖς <i>UPZ</i> 19.9 (II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin haberse mezclado]], [[sin unión sexual]] κέχρημαι (τῷ ἐμῷ σώματι) ... ἀ. πρὸς ἑτέρους Alciphr.4.16.4.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄμεικτος]] Emp.B 35.8, A.<i>A</i>.321<br /><b class="num">I</b> [[no mezclado]], [[no adulterado]], [[puro]] de abstr. [[ἀνδρεία]] τε ἐν πολλαῖς γενέσεσιν ἄ. Pl.<i>Plt</i>.310d, μετὰ τὰς μειχθείσας ἡδονὰς ... ἐπὶ τὰς ἀ. Pl.<i>Phlb</i>.50e, ἐν τῷ ἀ. βίῳ Pl.<i>Phlb</i>.61b, cf. tb. neutr. plu. subst. τὰ ... ἀμεικτότατα ἔχοντα lo absolutamente sin mezcla</i> Pl.<i>Phlb</i>.59c, (πάντα) ἄμικτα δεῖν προϋπάρχειν (todo) debe haber preexistido en forma no mezclada</i> Arist.<i>Metaph</i>.989<sup>b</sup>1<br /><b class="num">•</b>de pueblos y razas πολλὰ δ' (ἔθνεα θνητῶν) ἄμεικτ' ἔστηκε Emp.B 35.8, ὅπως τὸ γένος τῶν ἱερέων ἀ. καὶ καθαρὸν διαμενεῖ I.<i>Ap</i>.1.30<br /><b class="num">•</b>de animales [[de pura sangre]] διῃρούμεθα τὴν ἀγελαιοτροφικὴν ... ἀμείκτοις τε καὶ ἀκεράτοις hemos dividido el arte de cuidar rebaños ... en el de animales que no admiten cruce y sin cuernos</i> Pl.<i>Plt</i>.276a<br /><b class="num">•</b>τὸ περὶ τὰν εὐνὰν ἦμεν ... [[ἄμικτον]] la abstinencia de relaciones sexuales</i> Phint.p.36<br /><b class="num">•</b>de versos [[no mezclados]], [[de un solo tipo]], [[homogéneos]] τὰ δὲ ἄμικτα, ὡς αἱ Ὁμήρου ῥαψῳδίαι Heph.<i>Poëm</i>.2<br /><b class="num">•</b>de pers. [[socialmente apartado]] ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι D.25.63<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[el aislamiento]] de ciertas tribus del Norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede mezclar]], [[incompatible]] ἄμικτα γὰρ τά τε καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς νόμιμα τοῖς ἄλλοις ἔχετε Th.1.77, del ser y el no ser ἀ. πρὸς ἀλλήλω Pl.<i>Sph</i>.254d<br /><b class="num">•</b>[[incompatible]], [[imposible de armonizar]] οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει πρέπειν de gritos de dolor y alegría mezclados, A.<i>A</i>.321<br /><b class="num">•</b>como predicado [[imposible]] [[ἄμικτον]] ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Babr.98.19.<br /><b class="num">2</b> de monstruos y de ciertas pers. [[insociable]], [[intratable]] ἄ. ἱπποβάμων στρατός de los centauros, S.<i>Tr</i>.1095, φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα E.<i>Cyc</i>.429, φίλοις τ' ἄμικτός ἐστι καὶ πάσῃ πόλει E.<i>Fr</i>.425, πατήρ E.<i>Fr</i>.500, [[δράκαινα]] Anaxil.22.3, τὰ ἄμικτα ἔθνη καὶ θηριώδη Ph.2.567, [[ἔθνος]] ... [[ἄμικτον]] ἀσύμφυλον I.<i>AI</i> 11.212, οἱ δὲ γείτονες ... ἄμικτοι ... καὶ ἄγριοι Luc.<i>VH</i> 1.35.<br /><b class="num">3</b> de lugares [[inhóspito]], [[salvaje]] [[αἶα]] E.<i>IT</i> 402, τόπος Isoc.9.67.<br /><b class="num">4</b> fig. [[turbulento]] ἐν τοῖς περιστᾶσι ... ἀμείκτοις καιροῖς <i>UPZ</i> 19.9 (II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin haberse mezclado]], [[sin unión sexual]] κέχρημαι (τῷ ἐμῷ σώματι) ... ἀ. πρὸς ἑτέρους Alciphr.4.16.4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον<br /><b>2.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, [[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]], [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], [[κακόκεφος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) α) [[απολίτιστος]]<br />β) [[αφιλόξενος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄμικτον</i> [[έλλειψη]] επικοινωνίας, [[ακοινωνησία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄμικτος]] βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν [[αρμονία]]<br />«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», [[αρνούμαι]] να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην [[κοινωνία]] τους<br /><b>7.</b> επίρρ. <i>ἀμίκτως</i> και <i>ἄμικτα</i><br />[[χωρίς]] [[ανάμιξη]], άσμιχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην</i>, [[μείγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμιξία]].
}}
}}