Anonymous

ἄμικτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον<br /><b>2.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, [[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]], [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], [[κακόκεφος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) α) [[απολίτιστος]]<br />β) [[αφιλόξενος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄμικτον</i> [[έλλειψη]] επικοινωνίας, [[ακοινωνησία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄμικτος]] βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν [[αρμονία]]<br />«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», [[αρνούμαι]] να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην [[κοινωνία]] τους<br /><b>7.</b> επίρρ. <i>ἀμίκτως</i> και <i>ἄμικτα</i><br />[[χωρίς]] [[ανάμιξη]], άσμιχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην</i>, [[μείγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμιξία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον<br /><b>2.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, [[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]], [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], [[κακόκεφος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) α) [[απολίτιστος]]<br />β) [[αφιλόξενος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄμικτον</i> [[έλλειψη]] επικοινωνίας, [[ακοινωνησία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄμικτος]] βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν [[αρμονία]]<br />«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», [[αρνούμαι]] να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην [[κοινωνία]] τους<br /><b>7.</b> επίρρ. <i>ἀμίκτως</i> και <i>ἄμικτα</i><br />[[χωρίς]] [[ανάμιξη]], άσμιχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην</i>, [[μείγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμιξία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμικτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι ανακατεμένος, αυτός που δεν αναμειγνύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόθευτος]], [[καθαρός]], [[αγνός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν συναγελάζεται με άλλους (πρβλ. μιγῆναι, έχω κοινωνικές επαφές), [[ακοινώνητος]], [[απροσπέλαστος]], λέγεται για τους Κενταύρους και τους Κύκλωπες, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἀμ. τινι</i>, δεν έχω σχέσεις με άλλους, στον ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για νόμους και έθιμα, ἄμ. [[νόμιμα]] τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[αφιλόξενος]], [[τραχύς]], σε Ευρ.
}}
}}