ἀνυποχώρητος: Difference between revisions

5
(6_18)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]].
|lstext='''ἀνυποχώρητος''': -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀνύπεικτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνυποχώρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, [[ανένδοτος]].
}}
}}