ἀστός: Difference between revisions

2,593 bytes added ,  29 September 2017
6
(big3_7)
(6)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ϝασστός <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).717.14 (Lócride V a.C.), 9(2).1226 (Falana V a.C.); Ϝαστός <i>IG</i> 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[ciudadano]], [[conciudadano]] ἀστοῖσιν ἀρήγων <i>Il</i>.11.242, ἀστοί τε φίλοι τε <i>Od</i>.13.192, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτιστα A.<i>Eu</i>.487, βαρεῖα δ' ἀστῶν φάτις σὺν κότῳ grave cosa es la voz de los ciudadanos con ira</i> A.<i>A</i>.456, ἀστοῖσι προσηνής Anacr.9.2, ὦ πάντες ἀστοί Ar.<i>Ec</i>.834, <i>Lys</i>.638, παιδάριον [[ἀστός]] D.53.16, cf. Xenoph.2.6, A.<i>Supp</i>.964, Hdt.6.15, Th.6.15, Plb.4.31.6, <i>SB</i> 9830.10 (I d.C.), <i>PWisc</i>.2.33 (III d.C.), Πάλλαδος ἀστοί ciudadanos de Palas e.d. de Atenas</i> A.<i>Eu</i>.1045<br /><b class="num">•</b>como epít. de Core <i>IG</i> 12(5).225 (Paros V a.C.)<br /><b class="num">•</b>op. ξένος Pi.<i>O</i>.7.90, μανθάνειν γὰρ ἥκομεν ξένοι πρὸς ἀστῶν S.<i>OC</i> 13, cf. <i>OT</i> 817, Hdt.2.160, 3.80, Th.2.34, Pl.<i>Ap</i>.30a, <i>Grg</i>.515a, Lys.6.17, D.57.24, <i>IG</i> 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.), Aen.Tact.10.5, <i>IEphesos</i> 1625A.5 (III/II a.C.)<br /><b class="num">•</b>op. μέτοικος, ξένος: μέτοικον δὲ ἀστῷ καὶ ἀστὸν μετοίκῳ ἐξισοῦσθαι, καὶ ξένον ὡσαύτως y el meteco se iguala al ciudadano y el ciudadano al meteco y el forastero ni más ni menos</i> Pl.<i>R</i>.563a, cf. Aen.Tact.10.8<br /><b class="num">•</b>junto a πολίτης como [[ciudadano que sólo tiene derechos civiles]] y no políticos, Arist.<i>Pol</i>.1278<sup>a</sup>34, οὐδ' ἀστὸν ᾔνεσ' ὅστις ... πικρὸς πολίταις E.<i>Med</i>.223<br /><b class="num">•</b>en gener. [[habitante de]] c. gen. ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθόνος E.<i>IT</i> 1422, ἀ. ἀρούρης Nonn.<i>D</i>.13.521, ἀ. ἐρίπνης Nonn.<i>D</i>.14.85<br /><b class="num">•</b>en Egipto [[ciudadano de Alejandría]], <i>PGnom</i>.9 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>adj. ἀνὴρ [[ἀστός]] Hdt.1.173.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[el pueblo llano]] op. οἱ ἀγαθοί Pi.<i>P</i>.3.71; cf. [[ἀστή]].
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ϝασστός <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).717.14 (Lócride V a.C.), 9(2).1226 (Falana V a.C.); Ϝαστός <i>IG</i> 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[ciudadano]], [[conciudadano]] ἀστοῖσιν ἀρήγων <i>Il</i>.11.242, ἀστοί τε φίλοι τε <i>Od</i>.13.192, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτιστα A.<i>Eu</i>.487, βαρεῖα δ' ἀστῶν φάτις σὺν κότῳ grave cosa es la voz de los ciudadanos con ira</i> A.<i>A</i>.456, ἀστοῖσι προσηνής Anacr.9.2, ὦ πάντες ἀστοί Ar.<i>Ec</i>.834, <i>Lys</i>.638, παιδάριον [[ἀστός]] D.53.16, cf. Xenoph.2.6, A.<i>Supp</i>.964, Hdt.6.15, Th.6.15, Plb.4.31.6, <i>SB</i> 9830.10 (I d.C.), <i>PWisc</i>.2.33 (III d.C.), Πάλλαδος ἀστοί ciudadanos de Palas e.d. de Atenas</i> A.<i>Eu</i>.1045<br /><b class="num">•</b>como epít. de Core <i>IG</i> 12(5).225 (Paros V a.C.)<br /><b class="num">•</b>op. ξένος Pi.<i>O</i>.7.90, μανθάνειν γὰρ ἥκομεν ξένοι πρὸς ἀστῶν S.<i>OC</i> 13, cf. <i>OT</i> 817, Hdt.2.160, 3.80, Th.2.34, Pl.<i>Ap</i>.30a, <i>Grg</i>.515a, Lys.6.17, D.57.24, <i>IG</i> 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.), Aen.Tact.10.5, <i>IEphesos</i> 1625A.5 (III/II a.C.)<br /><b class="num">•</b>op. μέτοικος, ξένος: μέτοικον δὲ ἀστῷ καὶ ἀστὸν μετοίκῳ ἐξισοῦσθαι, καὶ ξένον ὡσαύτως y el meteco se iguala al ciudadano y el ciudadano al meteco y el forastero ni más ni menos</i> Pl.<i>R</i>.563a, cf. Aen.Tact.10.8<br /><b class="num">•</b>junto a πολίτης como [[ciudadano que sólo tiene derechos civiles]] y no políticos, Arist.<i>Pol</i>.1278<sup>a</sup>34, οὐδ' ἀστὸν ᾔνεσ' ὅστις ... πικρὸς πολίταις E.<i>Med</i>.223<br /><b class="num">•</b>en gener. [[habitante de]] c. gen. ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθόνος E.<i>IT</i> 1422, ἀ. ἀρούρης Nonn.<i>D</i>.13.521, ἀ. ἐρίπνης Nonn.<i>D</i>.14.85<br /><b class="num">•</b>en Egipto [[ciudadano de Alejandría]], <i>PGnom</i>.9 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>adj. ἀνὴρ [[ἀστός]] Hdt.1.173.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[el pueblo llano]] op. οἱ ἀγαθοί Pi.<i>P</i>.3.71; cf. [[ἀστή]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. αστή, η) (AM [[ἀστός]], [[ἀστή]])<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της πόλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στην αστική [[τάξη]], σε [[αντίθεση]] με τον [[εργάτη]] ή τον αγρότη<br /><b>2.</b> όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αυτόχθων, ο [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀστοί</i><br />οι απλοί πολίτες, σε [[αντίθεση]] με τους <i>αγαθούς</i> και τους <i>μετοίκους</i><br /><b>3.</b> <i>ἡ Άστός</i><br />[[επίθετο]] της Περσεφόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αστός]], που μαρτυρείται πιθ. στη Μυκηναϊκή από τον τ. <i>wa</i>-<i>to</i>, προήλθε από <i>Fαστός</i> (με σίγηση του αρχικού <i>F</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>FαστF</i>-<i>ος</i> (με [[αποβολή]] του δευτέρου <i>F</i> πιθ. λόγω ανομοιώσεως) <span style="color: red;"><</span> <i>Fάστυ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. (<i>F</i>)[[αστός]], λοκρ., θεσσαλ. <i>Fασ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i>, αρκαδ. <i>Fαστός</i>). Η λ. στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[καθώς]] [[επίσης]] [[προς]] [[διάκριση]] από το [[πολίτης]] για να δηλώσει αυτόν που έχει αστικά δικαιώματα, όχι όμως και [[πολιτικά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστισμός]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστοκρατία]], [[μικροαστός]], [[μεγαλοαστός]]. Ο τ. [[αστός]] χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] και [[κατά]] τη [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Ασταγόρας</i>, <i>Άστιππος</i>, <i>Αστοβούλα</i>, <i>Αστοκλέας</i>, <i>Αστοκράτεις</i>, <i>Αστόμαχος</i>, <i>Ασστομείδεις</i>, <i>Ασστόφιλος</i>, <i>Αστόνοος</i>, <i>Αστόξενος</i>, <i>Αριαστίς</i>, <i>Βουλαστίδης</i>].
}}
}}