3,274,159
edits
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. αστή, η) (AM [[ἀστός]], [[ἀστή]])<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της πόλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στην αστική [[τάξη]], σε [[αντίθεση]] με τον [[εργάτη]] ή τον αγρότη<br /><b>2.</b> όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αυτόχθων, ο [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀστοί</i><br />οι απλοί πολίτες, σε [[αντίθεση]] με τους <i>αγαθούς</i> και τους <i>μετοίκους</i><br /><b>3.</b> <i>ἡ Άστός</i><br />[[επίθετο]] της Περσεφόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αστός]], που μαρτυρείται πιθ. στη Μυκηναϊκή από τον τ. <i>wa</i>-<i>to</i>, προήλθε από <i>Fαστός</i> (με σίγηση του αρχικού <i>F</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>FαστF</i>-<i>ος</i> (με [[αποβολή]] του δευτέρου <i>F</i> πιθ. λόγω ανομοιώσεως) <span style="color: red;"><</span> <i>Fάστυ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. (<i>F</i>)[[αστός]], λοκρ., θεσσαλ. <i>Fασ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i>, αρκαδ. <i>Fαστός</i>). Η λ. στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[καθώς]] [[επίσης]] [[προς]] [[διάκριση]] από το [[πολίτης]] για να δηλώσει αυτόν που έχει αστικά δικαιώματα, όχι όμως και [[πολιτικά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστισμός]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστοκρατία]], [[μικροαστός]], [[μεγαλοαστός]]. Ο τ. [[αστός]] χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] και [[κατά]] τη [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Ασταγόρας</i>, <i>Άστιππος</i>, <i>Αστοβούλα</i>, <i>Αστοκλέας</i>, <i>Αστοκράτεις</i>, <i>Αστόμαχος</i>, <i>Ασστομείδεις</i>, <i>Ασστόφιλος</i>, <i>Αστόνοος</i>, <i>Αστόξενος</i>, <i>Αριαστίς</i>, <i>Βουλαστίδης</i>]. | |mltxt=ο (θηλ. αστή, η) (AM [[ἀστός]], [[ἀστή]])<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της πόλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στην αστική [[τάξη]], σε [[αντίθεση]] με τον [[εργάτη]] ή τον αγρότη<br /><b>2.</b> όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αυτόχθων, ο [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀστοί</i><br />οι απλοί πολίτες, σε [[αντίθεση]] με τους <i>αγαθούς</i> και τους <i>μετοίκους</i><br /><b>3.</b> <i>ἡ Άστός</i><br />[[επίθετο]] της Περσεφόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αστός]], που μαρτυρείται πιθ. στη Μυκηναϊκή από τον τ. <i>wa</i>-<i>to</i>, προήλθε από <i>Fαστός</i> (με σίγηση του αρχικού <i>F</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>FαστF</i>-<i>ος</i> (με [[αποβολή]] του δευτέρου <i>F</i> πιθ. λόγω ανομοιώσεως) <span style="color: red;"><</span> <i>Fάστυ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. (<i>F</i>)[[αστός]], λοκρ., θεσσαλ. <i>Fασ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i>, αρκαδ. <i>Fαστός</i>). Η λ. στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[καθώς]] [[επίσης]] [[προς]] [[διάκριση]] από το [[πολίτης]] για να δηλώσει αυτόν που έχει αστικά δικαιώματα, όχι όμως και [[πολιτικά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστισμός]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αστοκρατία]], [[μικροαστός]], [[μεγαλοαστός]]. Ο τ. [[αστός]] χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] και [[κατά]] τη [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Ασταγόρας</i>, <i>Άστιππος</i>, <i>Αστοβούλα</i>, <i>Αστοκλέας</i>, <i>Αστοκράτεις</i>, <i>Αστόμαχος</i>, <i>Ασστομείδεις</i>, <i>Ασστόφιλος</i>, <i>Αστόνοος</i>, <i>Αστόξενος</i>, <i>Αριαστίς</i>, <i>Βουλαστίδης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀστός:''' ὁ ([[ἄστυ]]), [[κάτοικος]] της πόλης, [[αστός]], [[πολίτης]], σε Όμηρ., Αττ. | |||
}} | }} |