δέρρις: Difference between revisions

9
(Bailly1_1)
(9)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δέρρις]] και δέρσις, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[κάλυμμα]], [[χιτώνιο]]<br /><b>3.</b> [[παραπέτασμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δέρρεις</i><br />δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα [[μπροστά]] στα οχυρώματα ή στα [[πλευρά]] πολεμικών πλοίων για [[προφύλαξη]] από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική [[γλώσσα]], ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>δέρσις</i> με [[αφομοίωση]]].
}}
}}