3,276,318
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα). | |lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]]. | |||
}} | }} |