Anonymous

δέρρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
|lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]].
}}
}}