ὠλεσίοικος: Difference between revisions

47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui perd les maisons, les familles;<br /><b>2</b> qui ruine une maison par ses dépenses.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui perd les maisons, les familles;<br /><b>2</b> qui ruine une maison par ses dépenses.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i> οφείλεται πιθ. σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}