Anonymous

ὠλεσίοικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλεσίοικος''': -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν [[ἑαυτοῦ]] περιουσίαν, [[οἰκοφθόρος]], ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.
|lstext='''ὠλεσίοικος''': -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν [[ἑαυτοῦ]] περιουσίαν, [[οἰκοφθόρος]], ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui perd les maisons, les familles;<br /><b>2</b> qui ruine une maison par ses dépenses.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]].
}}
}}