ὠτικός: Difference between revisions

47c
(6_10)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
|lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού.
}}
}}