ὠτικός

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτικός Medium diacritics: ὠτικός Low diacritics: ωτικός Capitals: ΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōtikós Transliteration B: ōtikos Transliteration C: otikos Beta Code: w)tiko/s

English (LSJ)

ὠτική, ὠτικόν, (οὖς) of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού. }}

German (Pape)

vom Ohre, zum Ohre gehörig, κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen, Paul.Aeg.