ἐπισκοπικός: Difference between revisions

13
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.
|lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπισκοπικός]], -ή, -όν) [[επίσκοπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην [[επισκοπή]] (α. «επισκοπικό [[αξίωμα]]» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επισκοπικό</i><br />ο [[επισκοπικός]] [[θρόνος]], το δεσποτικό.
}}
}}