3,274,216
edits
(6_10) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ. | |lstext='''ἐπισκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπισκοπικός]], -ή, -όν) [[επίσκοπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην [[επισκοπή]] (α. «επισκοπικό [[αξίωμα]]» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επισκοπικό</i><br />ο [[επισκοπικός]] [[θρόνος]], το δεσποτικό. | |||
}} | }} |