ἐπιστολιμαῖος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που έχει γραφεί σε [[μορφή]] ή με [[διατύπωση]] επιστολής («επιστολιμαία [[διατριβή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δυνάμεις ἐπιστολιμαῑαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με [[ψηφοφορία]] να σταλούν και η [[απόφαση]] έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη [[επιστολή]] στους ενδιαφερομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιστολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλοπιμαίος]], [[υποβολιμαίος]].
}}
}}