Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστολιμαῖος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολῐμαῖος Medium diacritics: ἐπιστολιμαῖος Low diacritics: επιστολιμαίος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epistolimaîos Transliteration B: epistolimaios Transliteration C: epistolimaios Beta Code: e)pistolimai=os

English (LSJ)

ἐπιστολιμαῖον,
A in letters, of letters, epistolary, in the form of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι = forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.

German (Pape)

[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n'existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολῐμαῖος: обещанный в письме (но не данный), оставшийся на бумаге, т. е. нереальный (δυνάμεις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.

Greek Monotonic

ἐπιστολιμαῖος: -ον, επιστολικός, προστεταγμένος, διατεταγμένος, παρηγγελμένος· δυνάμεις ἐπ., ενισχύσεις που ψηφίστηκαν, αλλά ποτέ δεν στάλθηκαν, δυνάμεις στα χαρτιά μόνο, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιστολιμαῖος, ον [from ἐπιστολή
commanded:— δυνάμεις ἐπ. forces decreed, but never sent, paper-armies, Dem.