εὐείλητος: Difference between revisions

15
(6_18)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐείλητος''': -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.
|lstext='''εὐείλητος''': -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐείλητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που διπλώνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ειλητός</i> (<i>ειλώ</i> «[[τυλίγω]]», παράλλ. τ. του [[είλω]])].
}}
}}