εὐείλητος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐείλητος Medium diacritics: εὐείλητος Low diacritics: ευείλητος Capitals: ΕΥΕΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eueílētos Transliteration B: eueilētos Transliteration C: eveilitos Beta Code: eu)ei/lhtos

English (LSJ)

εὐείλητον, well rolled up, tight, Glossaria on οὖλος, Eust.1056.65.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείλητος: -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.

Greek Monolingual

εὐείλητος, -ον (Μ)
αυτός που διπλώνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλητός (ειλώ «τυλίγω», παράλλ. τ. του είλω)].