εὐθένεια: Difference between revisions

15
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]].
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθένεια]] και [[εὐθενία]], ή (ΑΜ) [[ευθενής]]<br />[[αφθονία]], [[ευημερία]], [[ευτυχία]] («[[εὐθένεια]] κτημάτων καὶ σωμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> καλή [[φυσική]], σωματική [[κατάσταση]], [[ευρωστία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθενείας [[ἔπαρχος]]» — [[επιμελητής]] που φροντίζει για τον επισιτισμό τών [[πόλεων]].
}}
}}