3,252,772
edits
(6_9) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]]. | |lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθένεια]] και [[εὐθενία]], ή (ΑΜ) [[ευθενής]]<br />[[αφθονία]], [[ευημερία]], [[ευτυχία]] («[[εὐθένεια]] κτημάτων καὶ σωμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> καλή [[φυσική]], σωματική [[κατάσταση]], [[ευρωστία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθενείας [[ἔπαρχος]]» — [[επιμελητής]] που φροντίζει για τον επισιτισμό τών [[πόλεων]]. | |||
}} | }} |