εὐνόμημα: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action conforme aux lois.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνομέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />action conforme aux lois.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνομέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐνόμημα]], τὸ (Α) [[ευνομούμαι]]<br />νόμιμη [[ενέργεια]], ενάρετη [[πράξη]] («πᾱν [[κατόρθωμα]] καὶ [[εὐνόμημα]] καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).
}}
}}