εὐνόμημα
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
-ατος, τό, law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.
German (Pape)
[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐνόμημα: τό законное действие Chrysippus ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).
Greek Monolingual
εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾶν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).