εὐκόλυμβος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκόλυμβος''': -ον, [[καλῶς]] κολυμβῶν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 387.
|lstext='''εὐκόλυμβος''': -ον, [[καλῶς]] κολυμβῶν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 387.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκόλυμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που κολυμπάει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλυμβος]] «[[κολύμβηση]]»].
}}
}}