εὐκόλυμβος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
εὐκόλυμβον, diving well, Heph.Astr.2.2, Sch.Lyc.387.
German (Pape)
[Seite 1075] gut schwimmend, Schol. Lyc. 387.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόλυμβος: -ον, καλῶς κολυμβῶν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 387.
Greek Monolingual
εὐκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που κολυμπάει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλυμβος «κολύμβηση»].