ἧμαι: Difference between revisions

2,363 bytes added ,  29 September 2017
16
(SL_1)
(16)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἧμαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[lie]], be [[situated]] ἔπερσαν [[αὐτῷ]] στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες (O. 10.33) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sit]] ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (sc. Διοσκού- ρους. Boeckh: ἥμενος codd.: ἡμένος Didymus: ἥμενον [[Aristarchus]]) (N. 10.62)
|sltr=[[ἧμαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[lie]], be [[situated]] ἔπερσαν [[αὐτῷ]] στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες (O. 10.33) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sit]] ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (sc. Διοσκού- ρους. Boeckh: ἥμενος codd.: ἡμένος Didymus: ἥμενον [[Aristarchus]]) (N. 10.62)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἧμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] καθισμένος, [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε [[απραξία]], σε [[ησυχία]] («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (για κατάσκοπο) παραφυλάω, [[καραδοκώ]]<br /><b>5.</b> ζω [[απαρατήρητος]], στην [[αφάνεια]] («[[προς]] δ' ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] ἧσται» — στην [[ψυχή]] μου βρίσκεται θρονιασμένη η [[πίστη]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για αναθήματα, ιερά, ναούς <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς [[ἧμαι]]» — [[άρχω]], [[κυβερνώ]]<br />β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό [[τόπο]] (<b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γ' εν. ενεστ. <i>ήσται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>aste</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>ste</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>tai</i>)<br />γ' πληθ. ενεστ. <i>ήαται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sate</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>ntai</i>). Η [[δασύτητα]] εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εγκάθημαι]], [[επικάθημαι]], [[κάθημαι]], [[προκάθημαι]], [[συγκάθημαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφήμαι</i>, [[ενήμαι]], <i>εφήμαι</i>, <i>υφήμαι</i>].
}}
}}