3,277,050
edits
(16) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἧμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] καθισμένος, [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε [[απραξία]], σε [[ησυχία]] («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (για κατάσκοπο) παραφυλάω, [[καραδοκώ]]<br /><b>5.</b> ζω [[απαρατήρητος]], στην [[αφάνεια]] («[[προς]] δ' ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] ἧσται» — στην [[ψυχή]] μου βρίσκεται θρονιασμένη η [[πίστη]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για αναθήματα, ιερά, ναούς <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς [[ἧμαι]]» — [[άρχω]], [[κυβερνώ]]<br />β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό [[τόπο]] (<b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γ' εν. ενεστ. <i>ήσται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>aste</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>ste</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>tai</i>)<br />γ' πληθ. ενεστ. <i>ήαται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sate</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>ntai</i>). Η [[δασύτητα]] εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εγκάθημαι]], [[επικάθημαι]], [[κάθημαι]], [[προκάθημαι]], [[συγκάθημαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφήμαι</i>, [[ενήμαι]], <i>εφήμαι</i>, <i>υφήμαι</i>]. | |mltxt=[[ἧμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] καθισμένος, [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε [[απραξία]], σε [[ησυχία]] («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (για κατάσκοπο) παραφυλάω, [[καραδοκώ]]<br /><b>5.</b> ζω [[απαρατήρητος]], στην [[αφάνεια]] («[[προς]] δ' ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] ἧσται» — στην [[ψυχή]] μου βρίσκεται θρονιασμένη η [[πίστη]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για αναθήματα, ιερά, ναούς <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς [[ἧμαι]]» — [[άρχω]], [[κυβερνώ]]<br />β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό [[τόπο]] (<b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γ' εν. ενεστ. <i>ήσται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>aste</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>ste</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>tai</i>)<br />γ' πληθ. ενεστ. <i>ήαται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sate</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>ntai</i>). Η [[δασύτητα]] εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εγκάθημαι]], [[επικάθημαι]], [[κάθημαι]], [[προκάθημαι]], [[συγκάθημαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφήμαι</i>, [[ενήμαι]], <i>εφήμαι</i>, <i>υφήμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἧμαι:''' [[ἧσαι]], [[ἧσται]], <i>ἥμεθα</i>, <i>ἧστε</i>, [[ἧνται]], Επικ. <i>εἵᾰται</i> και <i>ἕᾰται</i>· προστ. <i>ἧσο</i>, <i>ἥσθω</i>, απαρέμφ. <i>ἧσθαι</i>, μτχ. <i>ἥμενος</i>, παρατ. [[ἥμην]], <i>ἧσο</i>, [[ἧστο]], δυϊκ. [[ἥσθην]], πληθ. <i>ἥμεθα</i>, ποιητ. [[ἥμεσθα]], [[ἧσθε]], <i>ἧντο</i>, Επικ. <i>εἵᾰτο</i> και <i>ἕᾰτο</i>· είμαι καθισμένος, [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για [[στράτευμα]], [[στρατοπεδεύω]], στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, [[παραμονεύω]], παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· <i>ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ</i>, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο [[τόπο]], σε Θεόκρ.· [[σπανίως]], με αιτ., [[σέλμα]] ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· <i>ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |