ἡδυμελής: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
}}
}}