Anonymous

ἡδυμελής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
}}