3,277,286
edits
(SL_1) |
(16) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>θᾰλᾰμος</b> (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.) <br /> <b>a</b><br /> <b>I</b> [[chamber]], [[hall]], pl. [[mansion]] κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (O. 5.13) τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160) <br /> <b>II</b> esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro [[sing]].) (O. 7.29) πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ (P. 3.11) θαλάμῳ δὲ [[μίγεν]] ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν [[ἔβαν]] (N. 1.42) μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro [[sing]].) (P. 2.33) <br /> <b>b</b> [[inner]] [[part]] of a [[temple]], [[sanctuary]] [[Ἑστία]], εὖ μὲν Ἀρισταγόραν [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]] ([[εἰς]] τὸ [[πρυτανεῖον]]. Σ.) (N. 11.3) χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ [[προοίμιον]]. Σ.) (O. 6.1) φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14. | |sltr=<b>θᾰλᾰμος</b> (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.) <br /> <b>a</b><br /> <b>I</b> [[chamber]], [[hall]], pl. [[mansion]] κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (O. 5.13) τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160) <br /> <b>II</b> esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro [[sing]].) (O. 7.29) πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ (P. 3.11) θαλάμῳ δὲ [[μίγεν]] ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν [[ἔβαν]] (N. 1.42) μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro [[sing]].) (P. 2.33) <br /> <b>b</b> [[inner]] [[part]] of a [[temple]], [[sanctuary]] [[Ἑστία]], εὖ μὲν Ἀρισταγόραν [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]] ([[εἰς]] τὸ [[πρυτανεῖον]]. Σ.) (N. 11.3) χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ [[προοίμιον]]. Σ.) (O. 6.1) φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[θάλαμος]])<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]]<br /><b>2.</b> [[διαμέρισμα]] για [[διαμονή]] και ύπνο (α. «[[θάλαμος]] πλοίου» — [[καμπίνα]]<br />β. «[[θάλαμος]] νοσοκομείου»)<br /><b>3.</b> γαμήλιο δωμάτι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[δίδυμος]] [[συμμετρικός]] [[ωοειδής]] [[σχηματισμός]] φαιάς νευρικής ουσίας στον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ανθοδόχης<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> ο [[κλειστός]] [[χώρος]] μιας μηχανής [[μέσα]] στον οποίο γίνεται κάποια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] της («[[θάλαμος]] καύσης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θάλαμος]] αερίων» — [[χώρος]] θανάτωσης ή εκτέλεσης με δηλητηριώδη [[αέρια]]<br />β) «[[τηλεφωνικός]] [[θάλαμος]]» — [[μικρός]] [[χώρος]] που χρησιμοποιείται για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες<br />γ) <b>ανατ.</b> «[[πρόσθιος]] [[θάλαμος]]» — το [[τμήμα]] του οφθαλμού που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας και το οποίο περιέχει υδατοειδές [[υγρό]]<br />δ) «[[σκοτεινός]] [[θάλαμος]]»<br />i) <b>φυσ.</b> κλειστό [[κιβώτιο]] που φέρει στη μια [[έδρα]] μικρή οπή διά μέσου της οποίας το φως εισερχόμενο σχηματίζει ανεστραμμένα τα είδωλα τών αντικειμένων<br />ii) <b>(φωτογρ.)</b> [[χώρος]] με [[δυνατότητα]] συσκότισης στον οποίο γίνονται διαφορές εργασίες της φωτογραφικής τέχνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το εσώτερο [[μέρος]] του σπιτιού, [[ιδίως]] ο [[γυναικωνίτης]] («ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιτώνας]] τών άγαμων παιδιών<br /><b>3.</b> [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής (α. «βασιλικοί θάλαμοι», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀρνῶν θαλάμοις» — στις στάνες, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> το κατώτατο και σκοτεινότατο [[μέρος]] του πλοίου<br /><b>5.</b> το [[άδυτο]] του ναού («ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν [[θάλαμον]] οἱ ἱερεῑς μοῡνον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ναός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το [[θόλος]] και έχει πιθ. προελληνική [[προέλευση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαλάμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμαίος]], [[θαλάμαξ]], [[θαλαμεύω]], -<i>ομαι</i>, [[θαλαμήιος]], <i>θαλαμιά</i>, [[θαλαμίας]], [[θαλάμιος]], [[θαλαμίς]], [[θαλαμίτης]], [[θαλαμόνδε]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλάμι]], [[θαλαμίσκος]], [[θαλαμωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θαλαμηγός]], [[θαλαμηπόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαλαμοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαλαμανθή]], [[θαλαμάρχης]], [[θαλαμοειδής]], [[θαλαμοτομία]], [[θαλαμοφόρα]], [[θαλαμοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιθάλαμος]], <i>ενθάλαμος</i>, [[νεοθάλαμος]], [[ομοθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αεριοθάλαμος</i>, [[αεροθάλαμος]], [[αντιθάλαμος]], [[ατμοθάλαμος]], [[διθάλαμος]], <i>θερμοθάλαμος</i>, [[καπνοθάλαμος]], <i>λεβητοθάλαμος</i>, [[μονοθάλαμος]], [[νεκροθάλαμος]], <i>οξυγονοθάλαμος</i>, [[προθάλαμος]], [[υδροθάλαμος]]]. | |||
}} | }} |