θηριόδηκτος: Difference between revisions

17
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -[[δηκτικός]], ή, όν, Ἐπιφάν.
|lstext='''θηριόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -[[δηκτικός]], ή, όν, Ἐπιφάν.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, [[ιδίως]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}