3,270,341
edits
(6_16) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηριόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -[[δηκτικός]], ή, όν, Ἐπιφάν. | |lstext='''θηριόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -[[δηκτικός]], ή, όν, Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηριόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, [[ιδίως]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>]. | |||
}} | }} |