3,277,121
edits
(6_19) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ. | |lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM [[ἐξουσιαστής]])<br />αυτός που έχει όλη την [[εξουσία]], που ασκεί πλήρη [[εξουσία]] («Θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], [[ἄρχων]] εἰρήνης», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή [[κάτι]] («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «). | |||
}} | }} |