ἐξουσιαστής: Difference between revisions

12
(6_19)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.
|lstext='''ἐξουσιαστής''': -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM [[ἐξουσιαστής]])<br />αυτός που έχει όλη την [[εξουσία]], που ασκεί πλήρη [[εξουσία]] («Θεὸς [[ἰσχυρός]], [[ἐξουσιαστής]], [[ἄρχων]] εἰρήνης», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή [[κάτι]] («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).
}}
}}