ἐξουσιαστής

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσιαστής Medium diacritics: ἐξουσιαστής Low diacritics: εξουσιαστής Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: exousiastḗs Transliteration B: exousiastēs Transliteration C: eksousiastis Beta Code: e)cousiasth/s

English (LSJ)

ἐξουσιαστοῦ, ὁ, mighty one, person in authority, LXX Is.9.6(5), Cat.Cod.Astr.5(3).86, PGen.53.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, der Machthaber, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιαστής: -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).