ἐρευγόβιος: Difference between revisions

14
(6_17)
(14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
|lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρευγόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο [[λαίμαργος]], ο [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερεύγομαι]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}