καμινευτής: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />forgeron, chaudronnier.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />forgeron, chaudronnier.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[καμινεύτρια]] (Α [[καμινευτής]], θηλ. [[καμινεύτρια]]) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]], [[θερμαστής]], [[εργάτης]] καμινιού, [[καμινάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] στην Όστια της Ιταλίας.
}}
}}