Anonymous

καμινευτής: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[καμινεύτρια]] (Α [[καμινευτής]], θηλ. [[καμινεύτρια]]) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]], [[θερμαστής]], [[εργάτης]] καμινιού, [[καμινάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] στην Όστια της Ιταλίας.
|mltxt=ο θηλ. [[καμινεύτρια]] (Α [[καμινευτής]], θηλ. [[καμινεύτρια]]) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]], [[θερμαστής]], [[εργάτης]] καμινιού, [[καμινάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] στην Όστια της Ιταλίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[καμινεύς]], σε Λουκ.
}}
}}