3,277,121
edits
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταναγκαστικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] καταναγκάζει, [[ἀναγκαῖος]], Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43. | |lstext='''καταναγκαστικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] καταναγκάζει, [[ἀναγκαῖος]], Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καταναγκαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να καταναγκάζει<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καταναγκαστικά έργα» <br />α) παλαιότερη [[ποινή]] [[κατά]] την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή [[επιτήρηση]] και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια<br />β) <b>μτφ.</b> ανυπόφορη και βαρύτατη [[εργασία]] («αυτή δεν [[είναι]] δουλειά, [[είναι]] καταναγκαστικά έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειστικός]], [[ακαταμάχητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταναγκαστικώς</i> και -<i>ά</i><br />με καταναγκασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταναγκάζω]]. Η λ. στο επίρρ. <i>καταναγκαστικῶς</i> μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | |||
}} | }} |