καταναγκαστικός
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
καταναγκαστική, καταναγκαστικόν, conclusive, cogent, λόγος EM239.43.
German (Pape)
[Seite 1365] ή, όν, zwingend, nöthigend, λόγος, E. M. 239, 43.
Greek (Liddell-Scott)
καταναγκαστικός: -ή, -όν, ὅστις καταναγκάζει, ἀναγκαῖος, Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καταναγκαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει
2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία
3. φρ. «καταναγκαστικά έργα»
α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή επιτήρηση και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια
β) μτφ. ανυπόφορη και βαρύτατη εργασία («αυτή δεν είναι δουλειά, είναι καταναγκαστικά έργα»)
αρχ.
πειστικός, ακαταμάχητος.
επίρρ...
καταναγκαστικώς και -ά
με καταναγκασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταναγκάζω. Η λ. στο επίρρ. καταναγκαστικῶς μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].