κατακρουστικός: Difference between revisions

19
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρουστικός''': -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[κάτω]], κατ. ὁ [[οἶνος]], ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., [[οἶνος]] ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, [[κατάκρουσις]] τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ.
|lstext='''κατακρουστικός''': -ή, -όν, καταπιέζων ἢ ὠθῶν [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[κάτω]], κατ. ὁ [[οἶνος]], ἀντιδρῶν πρὸς τὴν θέρμην ἑτέρου, ὁ καταβάλλων τὴν ἐπιπολάζουσαν καὶ ἀναθυμιῶσαν θερμότητα καὶ ὀσμὴν ἄλλου οἴνου, ἀντίθ., [[οἶνος]] ἐπιπολαστικὸς Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1, διὰ καὶ ἐν 3. 24, [[κατάκρουσις]] τῆς ἐπιπολῆς τοῦ θερμοῦ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακρουστικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά [[κάτι]] και το πιέζει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη [[θερμότητα]] και την [[οσμή]] άλλου οίνου.
}}
}}