Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρουστικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακρουστικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά [[κάτι]] και το πιέζει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη [[θερμότητα]] και την [[οσμή]] άλλου οίνου.
|mltxt=[[κατακρουστικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά [[κάτι]] και το πιέζει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη [[θερμότητα]] και την [[οσμή]] άλλου οίνου.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρουστικός:''' обладающий силой отталкивания, противодействующий: ὁ [[οἶνος]] κ. Arst. вино, уничтожающее действие другого вина.
}}
}}